τρωπῶ

τρωπῶ
τρωπάω
turn
pres imperat mp 2nd sg
τρωπάω
turn
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
τρωπάω
turn
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
τρωπάω
turn
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
τρωπάω
turn
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
τρωπάω
turn
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρωπώ — άω και δ. γρφ. μέσ. τροπῶμαι, άομαι, Α (ποιητ. επιτ. τ.) 1. αλλάζω, μετατρέπω 2. στρέφω ή κάμπτω κάτι 3. μέσ. τρωπῶμαι, άομαι α) γυρίζω πίσω β) τρέπομαι σε φυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. επαναληπτικός ενεστ. σχηματισμένος από την εκτεταμένη ετεροιωμένη… …   Dictionary of Greek

  • επιτρωπώ — ἐπιτρωπῶ, άω (ποιητ. τ. αντί επιτρέπω) (Α) 1. επιτρέπω 2. εμπιστεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τρωπώ «γυρίζω ανάποδα» (< τρέπω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη εκτεταμένη βαθμίδα τρωπ τού θ. τρεπ ] …   Dictionary of Greek

  • λωφώ — λωφῶ, άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α) 1. σταματώ, λήγω («ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.) 2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ ἐπειδὴ τοῡδ ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.) 3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και …   Dictionary of Greek

  • παρατρωπώ — άω, Α (επι. τ.) 1. μετατρέπω τη γνώμη κάποιου, τόν κάνω να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω κάποιον 2. (σχετικά με θεούς) εξιλεώνω, εξευμενίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρωπῶ, επιτατ. τ. τού τρέπω] …   Dictionary of Greek

  • τροπώμαι — άομαι, Α (δ. γρφ.) βλ. τρωπῶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”