τρωπώ — άω και δ. γρφ. μέσ. τροπῶμαι, άομαι, Α (ποιητ. επιτ. τ.) 1. αλλάζω, μετατρέπω 2. στρέφω ή κάμπτω κάτι 3. μέσ. τρωπῶμαι, άομαι α) γυρίζω πίσω β) τρέπομαι σε φυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. επαναληπτικός ενεστ. σχηματισμένος από την εκτεταμένη ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
επιτρωπώ — ἐπιτρωπῶ, άω (ποιητ. τ. αντί επιτρέπω) (Α) 1. επιτρέπω 2. εμπιστεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τρωπώ «γυρίζω ανάποδα» (< τρέπω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη εκτεταμένη βαθμίδα τρωπ τού θ. τρεπ ] … Dictionary of Greek
λωφώ — λωφῶ, άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α) 1. σταματώ, λήγω («ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.) 2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ ἐπειδὴ τοῡδ ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.) 3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και … Dictionary of Greek
παρατρωπώ — άω, Α (επι. τ.) 1. μετατρέπω τη γνώμη κάποιου, τόν κάνω να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω κάποιον 2. (σχετικά με θεούς) εξιλεώνω, εξευμενίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρωπῶ, επιτατ. τ. τού τρέπω] … Dictionary of Greek
τροπώμαι — άομαι, Α (δ. γρφ.) βλ. τρωπῶ … Dictionary of Greek